Ζαρκάδι - (Capreolus capreolus)
Γνωρίσματα Μαύρη μουσούδα, λευκή κάτω σιαγόνα. Το αρσενικό φέρει κέρατα με διακλαδώσεις που πέφτουν κάθε έτος και στη θέση τους φύονται νέα. Γύρω από την ουρά σχηματίζεται ανοιχτόχρωμη κηλίδα.
Είναι το πιο μικρό είδος της οικογένειας των ελαφιδών Έχει μήκος σώματος 1,0-1,4 m, ύψος 68-85 cm, ουρά 2-4 cm και βάρος 15-50 Kgr. Τα αρσενικά ξεπερνούν τα θηλυκά ως προς τη σωματική ανάπτυξη και το βάρος. Τα άκρα των ποδιών καταλήγουν σε οξύληκτες οπλές.
Έχει κεφάλι επίμηκες με μαύρο το άκρο του ρύγχους, αυτιά μεγάλα και όρθια, τα πίσω άκρα ψηλότερα από τα μπροστινά.
Το τρίχωμά του το θέρος είναι λείο, κοντό και κοκκινόφαιο, ενώ το χειμώνα γίνεται μακρύτερο, πυκνότερο και γκριζωπό. Τα κάτω μέρη του σώματος έχουν ανοιχτότερο χρώμα. Η χώρα των γλουτών (κάτοπτρο) είναι λευκή. Εκτός από τον παραπάνω τυπικό χρωματισμό μπορεί να εμφανιστούν και άτομα λευκά ή μαύρα. Οσμοποιοί αδένες υπάρχουν στα μετατάρσια, στο πάνω μέρος της κνήμης και στο μέτωπο.
Ενδιαίτημα– Τροφικές συνήθειες Δασικά οικοσυστήματαμε διάκενα.
Απαντάται σε μεγάλο εύρος βιοτόπων, κυρίως όμως σε αραιά δάση πλατυφύλλων καθώς και μικτά με αρκετά διάκενα. Προτιμάει ιδιαίτερα κρασπεδικούς βιοτόπους όπως όρια δασών με θαμνοσκεπείς εκτάσεις. Αποφεύγει τα αμιγή και πυκνά δάση κωνοφόρων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο.
Ο ιδανικός βιότοπος του ζαρκαδιού θα ήταν ένα δάσος πλατύφυλλων με διάκενη συγκόμωση, με καλλιεργήσιμα μικρά τμήματα ανάμεσα και θαμνοσκεπείς εκτάσεις με λιβαδική βλάστηση.
Παρουσιάζει εποχιακές μετακινήσεις. Το χειμώνα απαντάται σε χαμηλότερα υψόμετρα ενώ το καλοκαίρι ανεβαίνει ψηλότερα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της τροφής στο βιότοπο.
Για να μετακινηθεί προτιμάει να υπάρχει μια συνέχεια στο βιότοπο. Δεν μετακινείται μέσα από εκτάσεις που είναι εντελώς γυμνές από βλάστηση, όπως εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Τρέφεται κυρίως με γράστες, πόες, βατόμουρα, θάμνους άλλα πλατύφυλλα, όπως σφενδάμια, δρυς, κρανιές, γαύρο κλπ. Δεν παρουσιάζει φλοιοφαγία, όποτε δεν επιφέρει ζημιές στη δασοπονία.
Εξάπλωση – Υποείδη
Το ζαρκάδι ζει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, εκτός της Ιρλανδίας, Ισλανδίας, Β. Σκανδιναβίας και Β. Ρωσίας, και στην Ασία, εκτός ορισμένων περιοχών δυτικά της Μαντζουρίας. Στη χώρα μας απαντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός της Πελοποννήσου.
Πιστεύεται ότι το ζαρκάδι ανάλογα με τη γεωγραφική του εξάπλωση χωρίζεται σε τρία υποείδη. Το ευρωπαϊκό το σιβηρικό και το κινέζικο ζαρκάδι. Ανάμεσα στα υποείδη υπάρχουν σημαντικές διαφορές κυρίως όσον αφορά στο σωματικό μέγεθος και στην ανάπτυξη των κεράτων. Το σιβηρικό υποείδος είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος από τα υποείδη και το ευρωπαϊκό το μικρότερο. Βέβαια και ανάμεσα στα άτομα του ίδιου υποείδους παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές όσον αφορά το σωματικό μέγεθος, πράγμα το οποίο οφείλεται στα διαθέσιμα της τροφής και σε κλιματικούς παράγοντες της κάθε περιοχής.
Η ανάπτυξη των κεράτων παρουσιάζει επίσης διαφορές ανάμεσα στα υποείδη. Τα κέρατα στο ευρωπαϊκό υποείδος φύονται πιο κοντά το ένα στο άλλο και μερικές φορές μπορεί να φαίνονται και σαν ενωμένα στη βάση τους, αντίθετα στα άλλα δύο υποείδη τα κέρατα είναι σαφώς διαχωρισμένα μεταξύ τους. το σιβηρικό ζαρκάδι παρουσιάζει τα μεγαλύτερα κέρατα και το ευρωπαϊκό τα μικρότερα.
Συνήθειες
Το ζαρκάδι είναι είδος ημερόβιο. Για την αναζήτηση της τροφής κινείται κυρίως κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες. Αν υπάρχει συνεχής όχληση τότε προτιμάει να κρύβεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και να κινείται τη νύχτα. Τρέφεται στα ανοιχτά διάκενα και κρύβεται αμέσως στα πυκνά αν διαπιστώσει κίνδυνο. Σε περίπτωση άσχημων καιρικών συνθηκών, όπως δυνατή βροχή και δυνατό άνεμο, προτιμάει να προφυλάσσεται μέσα στην πυκνή βλάστηση και δεν βγαίνει για να τραφεί. Αμέσως μόλις οι άσχημες καιρικές συνθήκες κοπάσουν τότε βγαίνει αμέσως στα ανοικτά για να τραφεί και να μην βρέχεται από την αποστράγγιση των φυλλωμάτων.
Ζει σε μικρές ομάδες που συνήθως απαρτίζονται από άτομα της ίδιας οικογένειας. Τα αρσενικά κυρίως απαντώνται και μοναχικά. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να ενωθούν περισσότερες από μια οικογένειες και να σχηματίσουν μεγαλύτερες ομάδες. Την περίοδο της άνοιξης οι ομάδες χωρίζουν και τα άτομα εγκαθίστανται στην αρχική περιοχή ενδημίας.
Το ζαρκάδι μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα αλλά για μικρό χρονικό διάστημα, λόγω της μικρής χωρητικότητας των πνευμόνων του. Επίσης είναι άριστος κολυμβητής.
Κερατοφυία
Κέρατα, όπως και στα προηγούμενα είδη, υπάρχουν μόνο στα αρσενικά. Έχουν μήκος 20-25 cm, περίμετρο στη βάση 11-15 cm, οι διακλαδώσεις; τους είναι 3-4 και σπάνια περισσότερες.
Τα κέρατα πέφτουν το Οκτώβριο-Νοέμβριο και αμέσως μετά αρχίζει η ανάπτυξη των νέων. Η πλήρης ανάπτυξή τους επέρχεται μετά 5-6 μήνες, δηλαδή Απρίλιο-Μάιο, περίοδο κατά την οποία πέφτει και το βελούδο που τα περιβάλλει.
Η πτώση και ανάπτυξη των νέων κεράτων γίνεται όπως και στο ελάφι προαναφέρθηκε, με την επίδραση διαφόρων ορμονών (τεστοστερόνης και σωματοτρόπου).
Σε ορμονικές διαταραχές και συγκεκριμένα στην αναστολή της έκκρισης της τεστοστερόνης κατά την περίοδο της έναρξης της ανάπτυξης των κεράτων μέχρι την πτώση του βελούδου (τραυματισμός όρχεων ή ευνουχισμός) οφείλεται και η εμφάνιση της γνωστής «περούκας» που καλύπτει πάνω μέρος του κεφαλιού του ζαρκαδιού
Προσδιορισμός ηλικίας - φύλου
Ο προσδιορισμός της ηλικίας του ζαρκαδιού μπορεί να γίνει με τις εξής μεθόδους:
1) Με την εξέταση των κεράτων. Ο αριθμός των διακλαδώσεων των κεράτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό της ηλικίας του ζαρκαδιού μέχρι την ηλικία των 4 χρόνων.
Συγκεκριμένα στους 6-7 μήνες στο κεφάλι του αρσενικού εμφανίζονται δύο μετωπικά εξογκώματα (υβώματα), τα οποία κατά το τέλος του πρώτου χρόνου είναι άκλαδα και αποκτούν μήκος μέχρι 10 cm. Στο δεύτερο χρόνο εμφανίζεται η πρώτη διακλάδωση, ενώ κατά τον 3ο και 4ο χρόνο εμφανίζεται η δεύτερη και τρίτη αντίστοιχα. Στη συνέχεια η αύξηση του αριθμού των διακλαδώσεων σταματά, η βάση των κεράτων μεγαλώνει και εμφανίζονται διάφορα εξογκώματα, ο αριθμός και το μέγεθος των οποίων εξαρτάται από την ηλικία του ατόμου.
2) Με την μορφή της σωματικής διάπλασης.
3) Την εμφάνιση των δοντιών
Ο προσδιορισμός του φύλου εκτός από την παρουσία ή όχι των κεράτων μπορεί να γίνει με την εξέταση του σχήματος και του μεγέθους του κατόπτρου. Το θέρος στο θηλυκό είναι πιο μεγάλο και έχει σχήμα σχεδόν σφαιρικό ενώ του αρσενικού είναι ωοειδές. Το χειμώνα η διάκριση των φύλων γίνεται πιο εύκολα χάρη στην ανάπτυξη μιας φούντας λευκών τριχών που αναπτύσσεται στο κάτω μέρος του κατόπτρου των θηλυκών.
Αναπαραγωγή: Το ζαρκάδι είναι είδος σε γενικές γραμμές μονογαμικό. Αν όμως ο πληθυσμός των θηλυκών ατόμων είναι μεγάλος τότε συμπεριφέρεται και ως πολυγαμικό. Προς το τέλος της άνοιξης οι οικογένειες επιστρέφουν στις περιοχές ενδημίας τους και εκεί τα αρσενικά άτομα οριοθετούν περιοχές. Τα ενήλικα αρσενικά διαλέγουν τις καλύτερες περιοχές. Τις χωροκράτειες τους τις σημαδεύουν με τα εκκρίματα διαφόρων αδένων που βρίσκονται στη βάση των κεράτων και στα μετατάρσια οστά. Αυτή την περίοδο λαμβάνουν χώρα αρκετές διαμάχες μεταξύ των αρσενικών ατόμων, που μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμό ενός εκ των δύο. Τα νεαρότερα μέλη της οικογένειας, δηλαδή τα μικρά της προηγούμενης χρονιάς, απομακρύνονται πλέον από τους γονείς τους και διασκορπίζονται μέχρι και 50 χιλιόμετρα μακριά. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται και η αιμομικτική αναπαραγωγή.
Η περίοδος του οργασμού διαρκεί από τα μέσα Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου. Η αναζήτηση των θηλυκών γίνεται με έρευνα της περιοχής για μυρωδιές που εκκρίνουν τα θηλυκά άτομα, καθώς επίσης και με σύντομα και επαναλαμβανόμενα σφυρίγματα από τα θηλυκά άτομα. Πριν το ζευγάρωμα λαμβάνει χώρα ένα διαρκές κυνηγητό, συνήθως γύρω από ένα δέντρο με αποτέλεσμα να σχηματίζονται χαρακτηριστικοί κύκλοι στο έδαφος.
Το θηλυκό παρουσιάζει μόνο μια περίοδο οίστρου το χρόνο, για αυτό και χαρακτηρίζεται ως μονοοιστρικό. Μετά το ζευγάρωμα τα ωάρια γονιμοποιούνται και τις αμέσως επόμενες 24 ώρες αρχίζει η κυτταρική διαίρεση τους. Μόλις φτάσουν στο στάδιο του βλαστικού κυστιδίου τότε επέρχεται μια 5μηνη περίοδος όπου αυτά παραμένουν αδρανή και μακριά από τα τοιχώματα της μήτρας. Αυτή η περίοδος είναι γνωστή σαν «καθυστερημένη εμφύτευση» ή «εμβρυονική διάπαυση». Μετά το πέρας αυτής της περιόδου εμφυτεύονται τα βλαστικά κυστίδια στα τοιχώματα της μήτρας και η εγκυμοσύνη αρχίζει να εξελίσσεται κανονικά. Γεννάει στα μέσα Μαΐου με μέσα Ιουνίου, συνήθως δύο αλλά μερικές φορές έως και τρία μικρά. Αυτό εξαρτάται κυρίως από την ηλικία της θηλυκιάς. Σε περίπτωση που γεννηθούν τρία μικρά υπάρχει η περίπτωση το ένα να χαθεί. Συνήθως όμως αν και τα τρία όταν γεννηθούν έχουν το ίδιο μέγεθος τότε επιβιώνουν όλα. Τα νεογνά θηλάζουν λίγες ώρες μετά αφού γεννηθούν. Η μητέρα εγκαταλείπει τα μικρά μέσα στη βλάστηση για να τραφεί και επιστρέφει για να τα θηλάσει. Αν τα μικρά είναι παραπάνω από ένα, τότε τα αφήνει χωριστά. Μετά την ηλικία των 3 εβδομάδων αρχίζουν να ακολουθούν τη μητέρα τους και να τρέφονται και με φυσική τροφή. Η περίοδος του θηλασμού διαρκεί 2 – 3 μήνες.
Σεξουαλικά και τα αρσενικά και τα θηλυκά ωριμάζουν σε ηλικία 14 μηνών.
Συνήθως ζουν μέχρι 8-10 χρόνια. Το μεγαλύτερης ηλικίας ζαρκάδι που έχει παρατηρηθεί ήταν 14 ετών.