Κουνάβι (Martes foina)
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό προστασία) και από το Κόκκινο Βιβλίο (ως ενδημικό υποείδος στον Ελλαδικό χώρο).
Το πετροκούναβο απαντάται στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας. Βόρια από την Δανία και την Ρωσία, ως και τις χώρες της Μεσογείου και δυτικά από την Ισπανία, ως τα βάθη της ανατολής τη Μογγολία τα Ιμαλάϊα (Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Νεπάλ, Ινδία).
Ενώ υπάρχει και ένας μικρός αριθμός στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτέλεσμα του εμπορίου κατοικίδιων ζώων.
Γενική Περιγραφή
Το πετροκούναβο είναι ένα μικρό θηλαστικό (στο μέγεθος μιας γάτας) το οποίο διαθέτει μια πυκνή και μαλακή γούνα χρώματος κάστανο-συκώτι καθώς και μια χοντρή φουντωτή ουρά. Το χρώμα και το μήκος του τριχώματος του μεταβάλλεται ανάλογα την εποχή και κυμαίνεται από πλούσιο κοκκινωπό, καφέ ή σοκολατί, σε ξεθωριασμένο καφετί, καστανόξανθος, ως και καφετο-γκριζωπό, ενώ πολύ συχνά εμφανίζει ξεθωριασμένα μπαλώματα κατά μήκος της ράχης του. Η κάτω πλευρά του σώματος του είναι ελάχιστα ανοιχτότερου χρωματισμού απ’ ότι το επάνω μέρος του. Ο λαιμός του έχει έναν χαρακτηριστικό άσπρο ως ελαφρώς κιτρινωπός χρωματισμό και μερικές φορές μπορεί να παρουσιάσει μια ή δύο καφετί γραμμές ή μπαλώματα ποικίλου μεγέθους. Τα πόδια και η ουρά είναι συνήθως σκουρότερα απ’ ότι ο χρωματισμός του σώματος του. Τα πέλματα των ποδιών του είναι μαλλιαρά με δυνατά μαύρα νύχια κατά το διάστημα του χειμώνα, ενώ χάνουν αισθητά το πυκνό τρίχωμα τους από την άνοιξη και μετά. Έχει τριγωνικό κεφάλι, αρκετά φαρδύ ανάμεσα στα αυτιά, τα οποία είναι μικρά και στρογγυλευμένα. Το ρύγχος του είναι άτριχο χρώματος ροζ-καφέ ενώ τα μάτια του είναι μαύρου χρώματος. Ο οδοντικός τύπος για των πετροκούναβων είναι 3/3 (κοπτήρες), 1/1 (κυνόδοντες), 4/4 (προγομφίους), και 1/2 (τραπεζίτες) έχοντας συνολικά 38 δόντια. Έχει μακρύ και λεπτό σώμα και σχετικά κοντά πρόσθια άκρα. Το πετροκούναβο είναι μονομορφικό ζώο και απλώς τα αρσενικά είναι σχετικά μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Ο μέσος όρος βάρους ενός πετροκούναβου είναι περίπου 1,8 κλ, (από 1-2,5 κιλά) ενώ το ύψος στο ακρώμιο είναι περίπου 12 εκατ. Το μήκος του από το κεφάλι ως την άκρη του σώματος κυμαίνεται από 40 έως 55 εκατ. Ενώ το μήκος της ουρά του κυμαίνεται από 20 ως και 30 εκατ.
Βιότοπος
Τα Πετροκούναβα προτιμούν συνήθως στους ορεινούς βιότοπους και κυρίως περιοχές με συνύπαρξη δάσους και βράχου. Μπορούν να βρεθούν ακόμα και σε υψόμετρο ως 4.000 μ κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, ενώ σπάνια θα τα δούμε κάτω από τα 1.500 μ. Προτιμούν τους ανοιχτούς βιοτόπούς και σε σχέση με άλλα είδη κουναβιών, ενώ αν οι συνθήκες το επιτρέπουν δεν θα διστάσουν να πλησιάσουν κατοικημένες περιοχές και να φωλιάσουν ακόμα και μέσα σε εγκαταλυμένα κτήρια. Οι συνήθεις όμως φυσικές περιοχές τις οποίες τα πετροκούναβα θα επιλέξουν για να φωλιάσουν, είναι συνήθως τα εγκαταλειμμένα λαγούμια, οι κουφάλες των δέντρων και οι ρωγμές των βράχων.
Συμπεριφορά
Το Πετροκούναβο είναι νυκτόβιο και αρκετά μοναχικό είδος εκτός από την εποχή της αναπαραγωγής του. Πολύ δύσκολα θα το δούμε την ημέρα κατά την οποία βρίσκεται συνήθως καλά κρυμμένο στην φωλιά του. Την νύχτα όμως θα βγει από την κρυψώνα του αναζητώντας την τροφή του. Τα αρσενικά καταλαμβάνουν αρκετά μεγάλες εδαφικές περιοχές, με απώτερο σκοπό κυρίως κατά το διάστημα του ζευγαρώματος, να επιτρέψουν την είσοδο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό θηλυκών. Η περιοχή που συνήθως καταλαμβάνει ένα αρσενικό είναι περίπου 12 έως 211 εκταρίων. Ενώ όπως και παραπάνω αναφέραμε, η έκταση αυτή μπορεί να αυξηθεί αισθητά κατά την εποχή του ζευγαρώματος.
Τα Πετροκούναβα είναι εξαιρετικοί αναρριχτές και πολύ εύκολα μπορούν να σκαρφαλώσουν σε δέντρα αναζητώντας φωλιές πουλιών. Αλλά και στο έδαφος, μπορούν να κινηθούν αρκετά γρήγορα έχοντας σχεδόν ακαριαίες αντιδράσεις ειδικά όταν κυνηγούν, δίνοντας ελάχιστες πιθανότητες αντιδράσεις στα ανυποψίαστα θηράματα τους.
Αν παρατηρήσουμε ένα πετροκούναβο να κινείται, θα δούμε ότι τα πίσω πόδια είναι σε μια σχετικά μικρότερη γωνία από το κέντρο του σώματος του απ’ ότι τα μπροστινά πόδια, με συνέπεια κατά το τρέξιμο τα οπίσθια πόδια να προσγειώνονται στο ίδιο σημείο με τα μπροστινά
Όπως και τα περισσότερα μέλη της οικογένειας Mustelidae το πετροκούναβο έχει ένα αρκετά μεγάλο ρεπερτόριο φωνών, όπως οι κραυγές προειδοποίησης, κινδύνου, θυμού κ.α.
Διατροφή
Το Πετροκούναβο θα βγει την νύχτα προς αναζήτηση της τροφή του την οποία αποτελούν διάφορα θήραμα όπως, λαγοί, ποντίκια, σκίουροι, διάφορα πουλιά, αλλά και τα αυγά τους, σαύρες, βάτραχοι και διάφορα άλλα μικρά ασπόνδυλα. Συχνά όμως θα συμπληρώσει τη διατροφή του με λαχανικά και φρούτα όπως καρύδια, ενώ πολύ μεγάλη αγάπη δείχνει στα κεράσια. Ακόμα το Πετροκούναβο όταν βρεθεί κοντά σε αγροκτήματα, δεν θα διστάσει να επιτεθεί σε πουλερικά, περιστέρια, κουνέλια και διάφορα άλλα μικρά οικόσιτα ζώα.
Αναπαραγωγή
Κατά τη διάρκεια της εποχής ζευγαρώματος (Ιούνιος μέχρι τον Αύγουστο), το αρσενικό Πετροκούναβο θα προσπαθήσει να ζευγαρώσει με οποιοδήποτε θηλυκό μπει στην περιοχή του. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που παρατηρούμε ραγδαία αύξηση των εδαφικών περιοχών των αρσενικών κατά το διάστημα της αναπαραγωγής.
Η όσφρηση διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στο να εντοπίσει το αρσενικό τους ενδεχόμενους δεκτικούς συντρόφους του. Κατά την πρώτη προσέγγιση του αρσενικού προς το θηλυκό, το αρσενικό μπορεί να συναντήσει μια αρκετά επιθετική συμπεριφορά εκ μέρους του θηλυκού, την οποία όμως θα προσπαθήσει να μεταβάλει με έναν μαλακό και ήπιο ήχο σαν γουργουρητό. Ένα στρώμα υποδόριου λίπους στη ραχιαία επιφάνεια του λαιμού του θηλυκού, χρησιμοποιείται ως θέση όπου τα αρσενικά μπορούν να τα πιάσουν κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, το οποίο μπορεί να διαρκέσει μέχρι μια ώρα. Μετά από το ζευγάρωμα, τα θηλυκά καλλωπίζονται. Ενώ οι ιδιαίτερες κραυγές τους κατά το ζευγάρωμα μπορούν να ακούγονται όλη την νύχτα και αρκετά μακριά.
Τα Πετροκούναβα είναι από τα λίγα θηλαστικά που έχουν μια μοναδική αναπαραγωγική ιδιομορφία, έχουν την δυνατότητα μετά από την σύλληψη να διατηρούν το γονιμοποιημένο έμβρυο εκτός της μήτρας για περίπου 200 με 240 ημέρες και να το εμφυτεύουν σε αυτήν συνήθως στις αρχές της επόμενης άνοιξης (τέλος Φεβρουαρίου αρχές Μαρτίου), ενώ τα νεογνά γέννιουνται περίπου ένα μήνα μετά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συνολικός χρόνος εγκυμοσύνης είναι 230 έως 275 ημέρες, αλλά ο χρόνος ανάπτυξης του εμβρύου από το χρόνο της εμφύτευσης (αληθινή κύηση) είναι ένας περίπου μήνας.
Τα θηλυκά γεννούν 3 ως 4 τυφλά και άτριχα μικρά, η απογαλάκτιση των οποίων θα γίνει μετά τους 2 μήνες. Αλλά και μετά την απογαλάκτιση τους τα μικρά θα παραμείνουν μαζί με την μητέρα για να διδαχθούν από αυτή τους βασικούς τρόπους ευρέσεις τροφής και κυνηγίου. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, τα μικρά θα είναι πλήρως ανεξάρτητα, ενώ η σεξουαλική τους ωριμότητα επιτυγχάνεται μετά την ηλικία των 15 έως 27 μηνών, αν και έχει παρατηρηθεί ορισμένα θηλυκά να εγκυμονούν στο τέλος του έτος μετά από τη γέννησή τους.
Διάφορα
Αυτήν την περίοδο, οι πληθυσμός του Πετροκούναβου δεν θεωρούνται να απειλούνται, αν και τα άτομα του συγκεκριμένου είδους φαίνονται αρκετά σπάνια.
Σε ορισμένες περιοχές, έχει χαρακτηριστεί ως επιβλαβές λόγω του υπερπληθυσμού του και τις απώλειες που δημιουργεί σε μικρά οικόσιτα ζώα.
Παλαιότερα, όπως και για πολλά άλλα «επιβλαβή» θηράματα, υπήρχε αμοιβή, ακόμα η γούνα του θεωρείτο πολύτιμη και κυνηγιόνταν για αυτήν. Σήμερα δεν κυνηγιέται πια κι έτσι οι πληθυσμοί του βρίσκονται σε αρκετά υψηλά επίπεδα.
Εχθροί
Μετά τον άνθρωπο μόνο κάποια μεγάλα αρπακτικά μπορούν να απειλήσουν το Πετροκούναβο(αλεπούδες, τσακάλια, λύκους, γεράκια, κ.λ.π.).