Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).
Στον πίνακα της νέας συστηματικής διαίρεσης διαπιστώνεται ότι πολλά από αυτά τα σπονδυλόζωα –των οποίων οι πρώτοι αντιπρόσωποι εμφανίστηκαν κατά το λιθανθρακοφόρο– έχουν εκλείψει.
Πραγματικά, από τις 19 τάξεις στις οποίες κατατάσσονται τα ε., εκείνες που περιλαμβάνουν ζώντα σήμερα είδη είναι μόνο τέσσερις: οι πιο πλούσιες από τις υπάρχουσες τάξεις σε οικογένειες και γένη είναι τα φολιδωτά και τα χελώνια, ενώ η τάξη των ρυγχοκεφάλων αριθμεί έναν μόνο αντιπρόσωπο, τον σφηνόδοντα –ζωντανό απολίθωμα– του οποίου η ακτίνα εξάπλωσης είναι περιορισμένη σε μερικά νησάκια κοντά στη Νέα Ζηλανδία· από άποψη του αριθμού των ειδών, μια ιδιαίτερη θέση κατέχει η τάξη των κροκοδείλων, στην οποία περιλαμβάνονται μόνο 8 γένη συγκεντρωμένα σε τρεις οικογένειες.
Μορφολογικοί και ανατομικοί χαρακτήρες.
Το σώμα των ε. καλύπτεται από φολίδες ή κεράτινες πλάκες, όπως στα χελώνια και στα κροκοδείλια· το κεράτινο στρώμα ανανεώνεται περιοδικά.
Το δέρμα, το οποίο σε μερικά είδη (χαμαιλέοντες) μπορεί να αλλάζει απόχρωση πολύ γρήγορα, συνήθως στερείται αδένων, αλλά φέρει αισθητήρια όργανα κατανεμημένα στις φολίδες.
Η σπονδυλική στήλη αποτελείται από ποικίλο αριθμό σπονδύλων: από περίπου 30 στις χελώνες έως πάνω από 500 σε διάφορα φίδια· ο σκελετός χαρακτηρίζεται πάντοτε από το γεγονός ότι οι επάνω πλευρές συνδέονται με τους σπονδύλους της θωρακικής ζώνης, ενώ σε διάφορα γένη υπάρχουν πλευρές οι οποίες συνδέονται και με άλλους σπονδύλους του κορμού και της αυχενικής περιοχής.
Στα φίδια όλοι οι σπόνδυλοι (εκτός από τον άτλαντα, τον άξονα και τους ουραίους) έχουν πλευρές.
Το στέρνο, που στο σώμα των ε. βρίσκεται στο εμπρόσθιο θωρακικό τμήμα, λείπει στα χελώνια, στα φίδια και στις διάφορες σαύρες.
Στα περισσότερα, το κρανίο παρουσιάζει χονδρογενή τμήματα πολύ περιορισμένα, ενώ είναι ολόκληρο οστέινο και ιδιαίτερα στις περιοχές της βάσης και πίσω και παρουσιάζει μερικά περιορισμένα χονδρογενή τμήματα.
Γενικά, κάθε γνάθος διαθέτει μια σειρά από κωνικά ή αγκιστροειδή δόντια. Η οδοντοφυΐα δεν έχει μασητική λειτουργία και χρησιμεύει μόνο για τη συγκράτηση της τροφής.
Τα χελωνοειδή στη θέση των δοντιών έχουν κεράτινα χείλη με κοφτερές άκρες.
Σε μερικά φίδια παρατηρούνται ειδικά δόντια της επάνω γνάθου, που είναι στο εσωτερικό τους κοίλα ή έχουν αύλακες· με τα δόντια αυτά κεντρίζουν τη λεία τους ή αφήνουν το δηλητήριο, που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες.
Χάρη στην κινητικότητα του τετράγωνου οστού –το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ της επάνω γνάθου και του κρανίου– και στην ελαστικότητα του δεσμού που συνδέει στα φίδια τις δύο σιαγόνες, το στόμα είναι πολύ διασταλτό, τόσο ώστε επιτρέπει την είσοδο σε αρκετά ογκώδη τροφή.
Τα άκρα είναι δύο ή τέσσερα ή λείπουν τελείως.
Τα χερσόβια ε., ακόμα και αυτά που έχουν πόδια, μετακινούνται έρποντας με κυματοειδείς κινήσεις.
Η καρδιά αποτελείται από δύο κόλπους και μία κοιλία, η οποία στα κροκοδείλια χωρίζεται τελείως σε δύο μέρη· στα άλλα ε. η διαίρεση της κοιλίας είναι μερική.
Η αναπνοή πραγματοποιείται με πνεύμονες· η κοιλότητά τους χωρίζεται με διάφραγμα· στους χαμαιλέοντες, στην αντίθετη πλευρά των βρόγχων, κάθε πνεύμονας φέρει μακριές πτυχώσεις σε σχήμα σάκου.
Αντίθετα από τα θηλαστικά και τα πτηνά, τα ε. είναι εξώθερμα, επειδή δεν μπορούν να αυτορυθμίσουν τη θερμοκρασία τους· γι’ αυτό λέγονται και ψυχρόαιμα.
Το ακουστικό όργανο, από το οποίο λείπει πάντα το ακουστικό πτερύγιο, περιλαμβάνει το εσωτερικό και το μέσο ους που επικοινωνεί με το στόμα και είναι απομονωμένο από το εξωτερικό περιβάλλον με την τυμπανική μεμβράνη.
Τα μάτια, συχνά πολύ ανεπτυγμένα, προστατεύονται τις περισσότερες φορές από το άνω και κάτω βλέφαρο· στα φίδια και σε μερικές σαύρες υπάρχει μόνο ένα βλέφαρο διαφανές, ενώ σε πολλά ε. στην εσωτερική γωνία κάθε οφθαλμού υπάρχει μια μεμβράνη, η σκαρδαμυκτική.
Βιολογικός κύκλος.
Τα ε. έχουν χωριστά φύλα και αναπαράγονται με αβγά, των οποίων το κέλυφος είναι ασβεστολιθικό ή έχει περγαμηνώδη σύσταση. Ο αριθμός των αβγών που αποθέτουν ποικίλλει ανάλογα με το είδος, από λιγότερα από δέκα έως 150 περίπου.
Σε μερικά φολιδωτά τα αβγά συγκρατούνται για αρκετό διάστημα στους ωαγωγούς και τα νεαρά άτομα εμφανίζονται ήδη ζώντα.
Φαινόμενα μεταμόρφωσης δεν παρατηρούνται ποτέ στα ε.
Η τροφή τους είναι γενικά ζωική, αλλά υπάρχουν και μερικά είδη χορτοφάγα και άλλα με μεικτή διατροφή. Τα ε. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στις θερμές ζώνες· σε χώρες με εύκρατο κλίμα περνούν τους χειμερινούς μήνες σε κατάσταση λανθάνουσας ζωής· σε αυτό βοηθά η ικανότητά τους να αντέχουν σε μακροχρόνιες στερήσεις.
Με ανάλογο τρόπο αντέχουν κατά την περίοδο της ξηρασίας διάφορα είδη που ζουν σε τροπικές περιοχές· όταν αφυπνίζονται πραγματοποιείται η έκδυση και η αναπαραγωγή.
Γενικά, τα ε. είναι προικισμένα με υψηλή ικανότητα αναγέννησης, η οποία τους επιτρέπει να επανορθώνουν ακόμα και πολύ μεγάλους ακρωτηριασμούς.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό κοινό στα διάφορα είδη ε. είναι η μακροβιότητα.
Για παράδειγμα, έχει διαπιστωθεί ότι διάφορες χελώνες ζουν περισσότερο από 150 χρόνια και ότι υπάρχουν κροκόδειλοι που μπορούν να ζήσουν περίπου έναν αιώνα.
Ερπετολογία
Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών και τα ζώα που σήμερα ονομάζουμε αμφίβια. Ο Κάρολος Λινναίος, ο οποίος καθιέρωσε τον όρο αμφίβια, συνέχισε να ταξινομεί αυτά τα σπονδυλόζωα στα ερπετά. Μόνο μετά το 1850 ο χωρισμός των ερπετών και των αμφιβίων σε δύο ξεχωριστές ομοταξίες έγινε αποδεκτός από όλους τους ζωολόγους. Η νέα ε. ενδιαφέρεται για τα ερπετά που ζουν σήμερα αλλά και για εκείνα που έχουν εκλείψει. Οι σχετικές έρευνες έχουν ως αντικείμενο τη συστηματική κατάταξη, την εξέλιξη, τη ζωή και τις συνήθειες των ερπετών και τα δηλητήρια που υπάρχουν σε αυτά.
Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών και τα ζώα που σήμερα ονομάζουμε αμφίβια. Ο Κάρολος Λινναίος, ο οποίος καθιέρωσε τον όρο αμφίβια, συνέχισε να ταξινομεί αυτά τα σπονδυλόζωα στα ερπετά. Μόνο μετά το 1850 ο χωρισμός των ερπετών και των αμφιβίων σε δύο ξεχωριστές ομοταξίες έγινε αποδεκτός από όλους τους ζωολόγους. Η νέα ε. ενδιαφέρεται για τα ερπετά που ζουν σήμερα αλλά και για εκείνα που έχουν εκλείψει. Οι σχετικές έρευνες έχουν ως αντικείμενο τη συστηματική κατάταξη, την εξέλιξη, τη ζωή και τις συνήθειες των ερπετών και τα δηλητήρια που υπάρχουν σε αυτά.