Αμφίβια (Amphibians)
Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα.
Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και τα λεπτοσπονδυλωτά, που περιλαμβάνουν τέσσερις τάξεις, τα άνουρα, τα ουροδελή, τα τραχύστομα και τα άποδαγυμνόφεις.
Τα άνουρα (χωρίς ουρά), όταν ενηλικιωθούν, έχουν κοντό σώμα και δύο ζεύγη ποδιών, από τα οποία τα πίσω είναι περισσότερο ανεπτυγμένα από τα μπροστινά και είναι κατάλληλα για άλματα· σε αυτή την τάξη ανήκουν οι βάτραχοι, οι φρύνοι, οι ύλες κ.ά.
Τα ουροδελή έχουν σχήμα μακρουλό, διατηρούν την ουρά σε όλη τους τη ζωή και διαθέτουν δύο ισομήκη ζεύγη ποδιών· ορισμένα είδη έχουν μόνο δύο πόδια.
Στα ουροδελή ανήκουν οι τρίτωνες, οι σαλαμάνδρες και o πρωτέας.
Τα άποδα, όπως υποδηλώνει και το όνομά τους, δεν έχουν πόδια και μοιάζουν με σκουλήκια ή φίδια· σε αυτά ανήκει μόνο η οικογένεια των καικιλιδών με ελάχιστα τυφλά είδη (λατινικά, caecus = τυφλός).
To κεφάλι των α. είναι τριγωνικό και πιεσμένο: τα σπηλαιόβια είδη έχουν μάτια ατροφικά (πρωτέας), ενώ τα άλλα έχουν μάτια που προεξέχουν, ευκίνητα και με κίτρινη ίριδα· το αφτί, χωρίς πτερύγιο, είναι υποτυπώδες στα ουροδελή και στα άποδα, ενώ στα άνουρα είναι αρκετά καλά ανεπτυγμένο, με τυμπανικό υμένα, ευσταχιανή σάλπιγγα και αναβολέα.
Το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με πολυάριθμα και μικρά κωνικά δόντια, εκτός από μερικά άνουρα που έχουν μικρή οδοντοστοιχία ή δεν έχουν καθόλου δόντια· η γλώσσα τους είναι διχαλωτή και διπλωμένη προς τον φάρυγγα όταν το στόμα είναι κλειστό, ξεδιπλώνεται όμως προς τα έξω και μπορεί να εκτινάσσεται για να πιάνει έντομα, τα οποία παγιδεύονται στην κολλώδη βλέννα που την καλύπτει.
Ο σκελετός των α. είναι ατελής και μερικώς χόνδρινος· δεν έχει θωρακικό κλωβό, επειδή οι πλευρές είναι πολύ μικρές και δεν ενώνονται με το στέρνο, γι’ αυτό και δεν είναι δυνατή η εναλλασσόμενη κίνηση διαστολής και συστολής του θώρακα και συνεπώς των πνευμόνων, που στα χερσαία ζώα κάνει ευκολότερη την αναπνοή.
Τα α. καταπίνουν τον αέρα, η πνευμονική αναπνοή τους όμως είναι αργή και ανεπαρκής και γι’ αυτό συμπληρώνεται από τη δερμική αναπνοή: ο αέρας δηλαδή εισχωρεί στο σώμα τους από τους πόρους του δέρματος. Για τον λόγο αυτό, το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια, και διατηρείται γλοιώδες με την άφθονη βλέννα που παράγουν οι δερματικοί αδένες.
Αν το σώμα ενός βατράχου καλυφθεί με ουσίες που δεν αφήνουν τον αέρα να περάσει, το ζώο ψοφά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα·αυτό αποδεικνύει πως για τους βάτραχους η δερμική αναπνοή είναι πιο απαραίτητη από την πνευμονική. Η αναπνοή γίνεται, αντίθετα, με βράγχια στις προνύμφες και στα υδρόβια α.
Τα α. είναι ποικιλόθερμα, δηλαδή η θερμοκρασία του σώματός τους μεταβάλλεται ανάλογα με την εξωτερική θερμοκρασία.
Το αίμα στα α. κυκλοφορεί σε ειδικά αγγεία, τα οποία διακρίνονται σε αρτηρίες και φλέβες και γι’ αυτό η κυκλοφορία τους λέγεται αγγειακή.
Στις προνύμφες είναι απλή, όπως στα ψάρια, επειδή η καρδιά τους χωρίζεται μόνο σε δύο κοιλότητες, έναν κόλπο και μία κοιλία· στα ενήλικα άτομα γίνεται διπλή, αλλά ατελής, επειδή η καρδιά είναι χωρισμένη σε τρεις κοιλότητες, δύο κόλπους και μία κοιλία, και συνεπώς εμφανίζουν μεγάλη και μικρή κυκλοφορία.
Το νευρικό τους σύστημα αποτελείται από νωτιαίο μυελό και από εγκέφαλο που διακρίνεται σε κυρίως εγκέφαλο και παρεγκεφαλίδα.
Η αναπαραγωγή γίνεται συνήθως στο νερό, όπου το αρσενικό διαβρέχει με το σπέρμα του τα ωάρια που βρίσκονται στην πλάτη του θηλυκού.
Έπειτα, τα αβγά πέφτουν στον πυθμένα, τυλιγμένα με μια προστατευτική κολλώδη ουσία (ζελατίνα).
Από τα αβγά αυτά, όταν εκκολαφθούν, βγαίνουν προνύμφες, οι οποίες, για να φτάσουν στο στάδιο του τέλειου ατόμου, πρέπει να υποστούν μια σειρά από μεταμορφώσεις του σχήματος και της διάρθρωσής τους, λιγότερο ή περισσότερο μεγάλες. Η μεταμόρφωση είναι ασήμαντη στα άποδα και στα ουροδελή και, αντιθέτως, πολύ βαθιά στα άνουρα.
Έτσι, οι προνύμφες του βατράχου, οι οποίες ονομάζονται γυρίνοι, είναι μαύρες και έχουν εξωτερικά ελασματοειδή βράγχια μεταξύ του κεφαλιού και της ουράς, η οποία είναι πολύ ανεπτυγμένη. Στη συνέχεια, εμφανίζονται και αναπτύσσονται τα πίσω άκρα και μετά τα μπροστινά, ενώ η ουρά ατροφεί και εξαφανίζεται.
Η αναπνοή μετατρέπεται από βραγχιακή σε πνευμονική και το ζώο περνά από την αποκλειστικά υδρόβια ζωή στην αμφίβια.
Στα ουροδελή, η μεταμόρφωση είναι ελάχιστα εμφανής εξωτερικά, επειδή διατηρείται η ουρά. Μερικά ουροδελή παραμένουν στο στάδιο της προνύμφης σε όλη τους τη ζωή, όπως o πρωτέας, ή συνήθως, όπως το αξολότλ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε το φαινόμενο της νεοτονίας, δηλαδή ανάπτυξη γεννητικών οργάνων σε στάδιο που προηγείται της ανάπτυξης του τέλειου ατόμου.
Τα α. τρέφονται με μικρά ζώα, από μαλάκια έως μικρά θηλαστικά και ερπετά, αβγά ψαριών και προνύμφες· κυριότερη τροφή τους όμως είναι τα έντομα. Είναι αδηφάγα και ολοκατάποτα.
Εχθροί τους είναι τα θαλασσινά πουλιά, τα φίδια, ορισμένα καρκινοειδή και διάφορα παρασιτικά σκουλήκια και πρωτόζωα.
Τα α. είναι υδρόβια, χερσόβια, ενδόγεια, αναρριχητικά και δενδρόβια ζώα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν η σαλαμάνδρα η στικτή (βροχαλόρα ή βρονταλίδα), αρκετά είδη τρίτωνα, ο βάτραχος ο βομβητής, διάφορα είδη φρύνου, η ύλαη αναρριχητική,ο βάτραχος ο πηδητής,ο βάτραχος ο κοινός (βαθράκι ή βάθρακας ή μπάκακας) και ο βάτραχος ο υδρόβιος.
Τα απολιθωμένα α. ανευρίσκονται στα στρώματα του παλαιοζωικού και της αρχής του μεσοζωικού αιώνα, δηλαδή από τη δεβόνιο έως την τριαδική, με μεγαλύτερη ανάπτυξη στη λιθανθρακοφόρο και στην πέρμιο. Μερικά από αυτά (στεγοκέφαλοι) έμοιαζαν με τους κροκόδειλους ή με σαλαμάνδρες γιγαντιαίων διαστάσεων.
Άλλοι στεγοκέφαλοι που ανήκουν στο γένος ακτινόδους, ήταν αντίθετα πιο μικροί και είχαν κοντόχοντρο κορμό και κοιλιά που σκεπαζόταν από μακρουλά λέπια.
Αυτά τα α., προικισμένα με μυτερά δόντια, ήταν σαρκοφάγα και ζούσαν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της περμίου.
Σημαντικά απολιθωμένα α., που ανήκουν και αυτά στην ομάδα των στεγοκεφάλων, είναι το γένος βραγχιόσαυρος ή προτρίτων, που εμφανίστηκε κατά τη λιθανθρακοφόρο και την πέρμιο.
Πρόκειται για μικρά α., σχεδόν όμοια με σαλαμάνδρες, που στο στάδιο της προνύμφης ζούσαν στο νερό, ενώ στην ώριμη ηλικία ζούσαν στην ξηρά, όχι μακριά από τέλματα και έλη.
Αναφέρεται επίσης το γένος διπλόκαυλος,για την ιδιαίτερη ανατομία του: αυτός o στεγοκέφαλος, που έζησε κατά την πέρμιο, είχε πολύ φαρδύ κεφάλι, πλατύ, σαφώς τριγωνικό, με δύο μεγάλες οφθαλμικές κόγχες, η μία κοντά στην άλλη. Τα μέλη τους δεν ήταν πολύ ανεπτυγμένα, σε σύγκριση με τις διαστάσεις του σώματός τους.
Τα αμφίβια αποθέτουν σχεδόν πάντα τα αβγά τους μέσα στο νερό ή σε υγρό περιβάλλον.
τα Αμφίβια ή Βατράχια είναι ομοταξία τετράποδων Σπονδυλόζωων, συνήθως με πέντε δάκτυλα στο κάθε πόδι. Φυλογενετικά βρίσκονται μεταξύ των ψαριών (που είναι προγενέστερα) και τών Ερπετών (που είναι μεταγενέστερα).
Τα σύγχρονα Αμφίβια περιλαμβάνουν γύρω στα 3.300 είδη και διαιρούνται σε τρεις υπερτάξεις: τα Ουροδελή ή Κερκοφόρα, 300 είδη, τα Άποδα ή Γυμνοφίονα, 100 είδη και τα Άνουρα ή Πηδητικά, 2.900 είδη περίπου.